πληγώδης

πληγώδης
-ῶδες, Α
[πληγή]
ο πληγοειδής*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πληγώδης — like an impact masc/fem acc pl (attic epic doric) πληγώδης like an impact masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πληγώδης like an impact masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληγώδεις — πληγώδης like an impact masc/fem acc pl πληγώδης like an impact masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”